Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > antígeno

antígeno

A foreign substance that stimulates an immune response.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Veterinary health
  • Category: Veterinary care
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marco Bustamante
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Video games Category: Fighting games

cebo

Actuar de una manera diseñada para obtener una reacción específica de tu oponente. A medida que esperas esta reacción, serás capaz de contrarrestarla ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Traducción automática y asistida por ordenador

Κατηγορία: Languages   1 12 Όροι

Knitting Pattern Abbreviations

Κατηγορία: Arts   2 20 Όροι