Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > aorta
aorta
La arteria más grande del cuerpo, que transporta sangre oxigenada desde el ventrículo izquierdo del corazón a los tejidos del cuerpo.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Terminology management
Mi Glosario
Mi Glosario permite a traductores autónomos, redactores técnicos y gestores de contenido almacenar, traducir y compartir glosarios personales en ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
vhanedelgado
0
Όροι
15
Γλωσσάρια
7
Οπαδοί
Idioms Only Brits Understand
Κατηγορία: Κουλτούρα 1 6 Όροι
Browers Terms By Category
- Contracts(640)
- Home improvement(270)
- Mortgage(171)
- Residential(37)
- Corporate(35)
- Commercial(31)
Real estate(1184) Terms
- Lingerie(48)
- Underwear(32)
- Skirts & dresses(30)
- Coats & jackets(25)
- Trousers & shorts(22)
- Shirts(17)
Apparel(222) Terms
- Project management(431)
- Mergers & acquisitions(316)
- Human resources(287)
- Relocation(217)
- Marketing(207)
- Οργάνωση Εορτών(177)
Business services(2022) Terms
- Κοσμήματα(850)
- Style, cut & fit(291)
- Μάρκες & ετικέτες(85)
- Γενική μόδα(45)
Μόδα(1271) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)