Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > aorta
aorta
La arteria más grande del cuerpo, que transporta sangre oxigenada desde el ventrículo izquierdo del corazón a los tejidos del cuerpo.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Μπαρ & νυχτερινά κέντρα Category:
club nocturno
Also known simply as a club, discothèque or disco is an entertainment venue which usually operates late into the night. A nightclub is generally ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
vhanedelgado
0
Όροι
15
Γλωσσάρια
7
Οπαδοί
Idioms Only Brits Understand
Κατηγορία: Κουλτούρα 1 6 Όροι
Browers Terms By Category
- Architecture(556)
- Interior design(194)
- Graphic design(194)
- Landscape design(94)
- Industrial design(20)
- Application design(17)
Design(1075) Terms
- Dating(35)
- Romantic love(13)
- Platonic love(2)
- Family love(1)
Love(51) Terms
- Φυσική γεωγραφία(2496)
- Γεωγραφία(671)
- Πόλεις & κωμοπόλεις(554)
- Χώρες & Κράτη(515)
- Capitals(283)
- Human geography(103)
Γεωγραφία(4630) Terms
- Ballroom(285)
- Belly dance(108)
- Cheerleading(101)
- Choreography(79)
- Historical dance(53)
- African-American(50)