Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > arteriovenoso
arteriovenoso
Relacionado con las arterias y venas (anastomosis arteriovenosa).
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Medical
- Category: Human genome
- Company: National Library of Medicine
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Αστρονομία Category: Galaxy
burbujas de la Vía Láctea
Las dos grandes burbujas con rayos gama de alta energía que sobresalen de la Vía Láctea. Cada una abarca 25000 años luz, casi el tamaño de la galaxia ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)
Μπαρ & νυχτερινά κέντρα(63) Terms
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- General art history(577)
- Visual arts(575)
- Renaissance(22)
Art history(1174) Terms
- Organic chemistry(2762)
- Toxicology(1415)
- General chemistry(1367)
- Inorganic chemistry(1014)
- Atmospheric chemistry(558)
- Analytical chemistry(530)