Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > arteriovenoso

arteriovenoso

Relacionado con las arterias y venas (anastomosis arteriovenosa).

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Paula Reyes
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Advertising Category: Television advertising

pvr (grabador de video personal)

Un termino genérico para un dispositivo que es similar a un CVE pero graba datos de televisión en formato digital en oposición al formato análogo de ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Automotive Dictionary

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 1 Όροι

Selena Fashion

Κατηγορία: Μόδα   2 6 Όροι