Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > bancarrota

bancarrota

A legal process in which a debtor unable to pay debts has his assets liquidated and the debtor is relieved of further liability for those debts.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Violeta Gil
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 9

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα Category: Funniest translations

si le roban

If you have anything stolen, please contact the police immediately.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Disney Characters

Κατηγορία: Arts   1 20 Όροι

Types of Love

Κατηγορία: Other   1 6 Όροι