Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > bancarrota
bancarrota
A legal process in which a debtor unable to pay debts has his assets liquidated and the debtor is relieved of further liability for those debts.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα Category: Funniest translations
si le roban
If you have anything stolen, please contact the police immediately.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Authors(2488)
- Αθλητές(853)
- Politicians(816)
- Comedians(274)
- Personalities(267)
- Popes(204)
Ανθρωποι(6223) Terms
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Δορυφόροι(455)
- Διαστημόπλοια(332)
- Συστήματα ελέγχου(178)
- Space shuttle(72)