Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > biomasa

biomasa

The generic term for any living matter that can be converted into usable energy through biological or chemical processes. It encompasses feedstocks such as agricultural crops and their residues, animal wastes, wood, wood residues and grasses, and municipal wastes.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Paula Reyes
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Travel Category: Travel sites

piratería de viaje

El objetivo de la piratería de viaje es obtener la mejor opción de viaje al precio más bajo o el mejor acuerdo. Los piratas de viaje son las personas ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Beehives and beekeeping equipment

Κατηγορία: Επιστήμη   2 20 Όροι

Futures Terms and Definitions

Κατηγορία: Business   2 20 Όροι