Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > biomasa
biomasa
The generic term for any living matter that can be converted into usable energy through biological or chemical processes. It encompasses feedstocks such as agricultural crops and their residues, animal wastes, wood, wood residues and grasses, and municipal wastes.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: Agricultural programs & laws
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Travel Category: Travel sites
piratería de viaje
El objetivo de la piratería de viaje es obtener la mejor opción de viaje al precio más bajo o el mejor acuerdo. Los piratas de viaje son las personas ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
absit.nomen
0
Όροι
5
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Beehives and beekeeping equipment
Κατηγορία: Επιστήμη 2 20 Όροι
Browers Terms By Category
- Christmas(52)
- Easter(33)
- Spring festival(22)
- Thanksgiving(15)
- Spanish festivals(11)
- Halloween(3)
Festivals(140) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)
Επιστημονικό υλικό(3330) Terms
- Biochemistry(4818)
- Genetic engineering(2618)
- Biomedical(4)
- Green biotechnology(4)
- Blue biotechnology(1)
Biotechnology(7445) Terms
- Chocolate(453)
- Hard candy(22)
- Gum(14)
- Gummies(9)
- Lollies(8)
- Caramels(6)
Γλυκά και Ζαχαροπλαστική(525) Terms
- General boating(783)
- Sailboat(137)
- Yacht(26)