Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > biomasa

biomasa

The generic term for any living matter that can be converted into usable energy through biological or chemical processes. It encompasses feedstocks such as agricultural crops and their residues, animal wastes, wood, wood residues and grasses, and municipal wastes.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Festivals

Día de los Inocentes

Celebrada en el 1 de abril de cada año, el Día de los inocentes es un tiempo cuando la gente, y negocios cada vez más, juegan todo tipo de bromas ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Beehives and beekeeping equipment

Κατηγορία: Επιστήμη   2 20 Όροι

Futures Terms and Definitions

Κατηγορία: Business   2 20 Όροι