Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > biomasa
biomasa
The generic term for any living matter that can be converted into usable energy through biological or chemical processes. It encompasses feedstocks such as agricultural crops and their residues, animal wastes, wood, wood residues and grasses, and municipal wastes.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: Agricultural programs & laws
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Día de los Inocentes
Celebrada en el 1 de abril de cada año, el Día de los inocentes es un tiempo cuando la gente, y negocios cada vez más, juegan todo tipo de bromas ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
absit.nomen
0
Όροι
5
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Beehives and beekeeping equipment
Κατηγορία: Επιστήμη 2 20 Όροι
Browers Terms By Category
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Osteopathy(423)
- Acupuncture(18)
- Alternative psychotherapy(17)
- Ayurveda(9)
- Homeopathy(7)
- Naturopathy(3)
Alternative therapy(489) Terms
- Wine bottles(1)
- Soft drink bottles(1)
- Beer bottles(1)
Glass packaging(3) Terms
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)