Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > biomasa
biomasa
Biological material – including corn, switchgrass, and oilseed crops – that can be converted into fuel
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Biotechnology; Ενέργεια
- Category: Biofuel
- Company: Grist
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Κολέγια & Πανεπιστήμια
Graduate Management Admission Test (Examen de admisión para graduados en gestión de empresas)
Like the GRE, GMAT is a pre-requisite test for students wishing to apply to MBA programs in USA. Similarly, the top business schools around the world ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Advertising(244)
- Event(2)
Marketing(246) Terms
- Project management(431)
- Mergers & acquisitions(316)
- Human resources(287)
- Relocation(217)
- Marketing(207)
- Οργάνωση Εορτών(177)
Business services(2022) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- Manufactured fibers(1805)
- Fabric(212)
- Sewing(201)
- Fibers & stitching(53)
Textiles(2271) Terms
- General seafood(50)
- Shellfish(1)