Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > broilers

broilers

Young chickens produced for meat.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marco Bustamante
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Video games Category: Rhythm games

Guitar Hero

Guitar Hero es una serie de juegos donde al jugador se le asigan imitar las notas de la canción que se está tocando. Utiliza grandes controles ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Most Expensive Accidents in History

Κατηγορία: Ιστορία   1 9 Όροι

Cigarettes Brand

Κατηγορία: Εκπαίδευση   2 10 Όροι