Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > constructor
constructor
Un trabajador que tiene habilidades especiales en la industria de la construcción. Un constructor puede ser albañil, electricista, plomero, pintor, carpintero...
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α): building tradesman_₀, building tradesman_₀
- Blossary: Architecture contemporaine
- Κλάδος/Τομέας: Architecture
- Category: Architecture contemporaine
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Teresa Scanlan
Es la ganadora del concurso de belleza Miss America 2011. Scanlan, de 17 años de edad, es una chica recién graduada del colegio de un pueblo al oeste ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- Aeronautics(5992)
- Air traffic control(1257)
- Airport(1242)
- Aircraft(949)
- Aircraft maintenance(888)
- Powerplant(616)
Aviation(12294) Terms
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)
Εκπαίδευση(6837) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Courts(823)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- DNA forensics(434)
- Family law(220)
- Legal aid (criminal)(82)
Legal services(8095) Terms
- Radiology equipment(1356)
- OBGYN equipment(397)
- Συσκευές καρδιακής υποστήριξης(297)
- Clinical trials(199)
- Ultrasonic & optical equipment(61)
- Physical therapy equipment(42)