Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > catéter
catéter
Tubo delgado y flexible que lleva líquidos dentro o fuera del cuerpo.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Medical
- Category: Gastroenterology
- Company: NIDDK
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Manufacturing Category: Glass
Gorilla Glass 4
Corning Incorporated anunció su última innovación en el diseño de material de electrónica de consumo, el revolucionario Corning® Gorilla® Glass 4, que ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
anton.chausovskyy
0
Όροι
25
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί
Heroes of the French Revolution
Κατηγορία: Ιστορία 1 5 Όροι
Browers Terms By Category
- Organic chemistry(2762)
- Toxicology(1415)
- General chemistry(1367)
- Inorganic chemistry(1014)
- Atmospheric chemistry(558)
- Analytical chemistry(530)
Chemistry(8305) Terms
- Software engineering(1411)
- Productivity software(925)
- Unicode standard(481)
- Workstations(445)
- Computer hardware(191)
- Desktop PC(183)
Υπολογιστές(4168) Terms
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Medicine(68317)
- Cancer treatment(5553)
- Diseases(4078)
- Genetic disorders(1982)
- Managed care(1521)
- Optometry(1202)