Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > centrómero

centrómero

A specialized chromosome region to which spindle fibers attach during cell division..

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marco Bustamante
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Video games Category: Real-time strategy

StarCraft

Starcraft es una serie de dos juegos que son sin duda los juegos de estrategia en tiempo real más populares de todos los tiempos. Los juegos se ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Big 4 Accounting Firms

Κατηγορία: Business   2 4 Όροι

The most dangerous mountains in the world

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 8 Όροι