Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > presidente
presidente
El jefe de un departamento académico.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α): chairperson_₀
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Higher education
- Company: Common Data Set
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Καθολική εκκλησία
Sínodo
Reunión de obispos de una provincia eclesiástica o patriarcado (e incluso del mundo entero, como el Sínodo de los Obispos) que se realiza para tratar ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Spots For Your 2014 Camping List
Κατηγορία: Travel 1 9 Όροι
Browers Terms By Category
- Wedding gowns(129)
- Wedding cake(34)
- Grooms(34)
- Wedding florals(25)
- Royal wedding(21)
- Honeymoons(5)
Weddings(254) Terms
- Manufactured fibers(1805)
- Fabric(212)
- Sewing(201)
- Fibers & stitching(53)
Textiles(2271) Terms
- Plastic injection molding(392)
- Industrial manufacturing(279)
- Paper production(220)
- Fiberglass(171)
- Contract manufacturing(108)
- Glass(45)
Manufacturing(1257) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)