Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > instructor

instructor

Término que designa a un maestro temporal, de medio tiempo, de la universidad. También es sinónimo de maestro.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

vhanedelgado
  • 0

    Όροι

  • 15

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Manufacturing Category: Glass

Gorilla Glass 4

Corning Incorporated anunció su última innovación en el diseño de material de electrónica de consumo, el revolucionario Corning® Gorilla® Glass 4, que ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Terms frequently used in K-pop

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   3 30 Όροι

4G LTE network architecture

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 60 Όροι