Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > limpiar

limpiar

To make free from dirt, stain or impurities upon visual inspection.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Francisca Bittner
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Chemistry Category: General chemistry

fuerza

Entidad que se aplica cuando una masa la causa para acelerar. La Segunda Ley de Movimiento de Sir Isaac Newton establece: la magnitud de una ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The World of Moroccan Cuisine

Κατηγορία: Food   3 9 Όροι

Beaches in Croatia

Κατηγορία: Travel   2 20 Όροι