Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > compuesto

compuesto

Combinación química de dos o más elementos, como carbono y oxígeno en el dióxido de carbono (CO2).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Natural environment
  • Category: Climate change
  • Company: BBC
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

ruso

El ruso es un idioma que se habla en Rusia y mucho otros países de la antigua Unión Soviética, que ya no existe.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Caviar

Κατηγορία: Food   2 4 Όροι

Most Famous Cultural Monuments Around the World

Κατηγορία: Ιστορία   5 16 Όροι