Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > compuesto
compuesto
Combinación química de dos o más elementos, como carbono y oxígeno en el dióxido de carbono (CO2).
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Natural environment
- Category: Climate change
- Company: BBC
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Cinema Category: Film types
Skyfall
Skyfall (estrenada el 23 de octubre 2012) es el nombre de la 23a película de James Bond, parte de la serie de Eon Productions y que marca el 50 ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
badr tarik
0
Όροι
57
Γλωσσάρια
2
Οπαδοί
Most Famous Cultural Monuments Around the World
Κατηγορία: Ιστορία 5 16 Όροι
Browers Terms By Category
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)
Utilities(1017) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Misc restaurant(209)
- Culinary(115)
- Fine dining(63)
- Diners(23)
- Coffehouses(19)
- Cafeterias(12)
Restaurants(470) Terms
- Dating(35)
- Romantic love(13)
- Platonic love(2)
- Family love(1)
Love(51) Terms
- Zoological terms(611)
- Animal verbs(25)