Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > anticonceptivos

anticonceptivos

Agents, devices, methods, or procedures which diminish the likelihood of or prevent conception.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

alemán

El alemán es un idioma que se habla en Alemania, pero no en muchos otros países. Es un idioma que influyó el inglés.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Intro to Psychology

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 5 Όροι

Food products of Greece

Κατηγορία: Other   1 2 Όροι