Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > anticonceptivos

anticonceptivos

Agents, devices, methods, or procedures which diminish the likelihood of or prevent conception.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

jcurbaez
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Μουσική Category: Bands

Queen

Queen fue un grupo de rock creado en 1971 en Londres, Inglaterra. Sus miembros eran Freddie Mercury (voz principal, piano), Brian May (guitarra, voz), ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Hostile Takeovers and Defense Strategies

Κατηγορία: Business   1 12 Όροι

21 CFR Part 11 -- Electronic Records and Electronic Signatures

Κατηγορία: Health   1 11 Όροι