Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > cangrejo

cangrejo

A shelled crustacean with 10 legs that’s naturally high in protein and extremely low in carbohydrates.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Seafood
  • Category: General seafood
  • Company: Red Lobster
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Giuliana Riveira
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αστρονομία Category: Galaxy

bola de Navidad

La bola intergaláctica gigante de gas que flota en el espacio. Es el remanente de una explosión estelar masiva o supernova en la galaxia Gran Nube de ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Bicycles

Κατηγορία: Objects   1 5 Όροι

Music that Influenced Nations

Κατηγορία: Arts   1 7 Όροι