Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > corona

corona

La parte de un diente que está cubierta por el esmalte. Dícese también de una restauración dental que cubre todo el diente y le devuelve su forma original.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Elisabeth Brizuela
  • 0

    Όροι

  • 2

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Καθολική εκκλησία

Sínodo

Reunión de obispos de una provincia eclesiástica o patriarcado (e incluso del mundo entero, como el Sínodo de los Obispos) que se realiza para tratar ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Best Places to visit in Thane

Κατηγορία: Travel   1 2 Όροι

I Got 99 Problems But A Stitch Ain't One.

Κατηγορία: Μόδα   2 9 Όροι