Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > corona

corona

La parte de un diente que está cubierta por el esmalte. Dícese también de una restauración dental que cubre todo el diente y le devuelve su forma original.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Kelly Kremko
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές Category: Laptops

ratón táctil

Un señalador de un equipo con un sensor, lo cual es una superficie especializada que puede convertir el movimiento y la posición de los dedos de un ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

MMO Gamer

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 20 Όροι

Huaiyang Cuisine

Κατηγορία: Food   2 3 Όροι