Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > desviación

desviación

A change in rate against an established baseline, often followed by compensatory changes in rate.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Psychology
  • Category: Behavior analysis
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

José Lobos
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Terminology management

Mi Glosario

Mi Glosario permite a traductores autónomos, redactores técnicos y gestores de contenido almacenar, traducir y compartir glosarios personales en ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Mental Disorders

Κατηγορία: Health   3 20 Όροι

Words that should be banned in 2015

Κατηγορία: Languages   1 2 Όροι