Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > desviación
desviación
A change in rate against an established baseline, often followed by compensatory changes in rate.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Psychology
- Category: Behavior analysis
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Terminology management
Mi Glosario
Mi Glosario permite a traductores autónomos, redactores técnicos y gestores de contenido almacenar, traducir y compartir glosarios personales en ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Muscular(158)
- Brain(145)
- Human body(144)
- Developmental anatomy(72)
- Nervous system(57)
- Arteries(53)
Anatomy(873) Terms
- Παγκόσμια ιστορία(1480)
- Israeli history(1427)
- Ιστορία της Αμερικής(1149)
- Medieval(467)
- Nazi Germany(442)
- Egyptian history(242)
Ιστορία(6037) Terms
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)
Εκπαίδευση(6837) Terms
- Γενική αστρολογία(655)
- Ζώδια(168)
- Προσωπικό ωροσκόπιο(27)
Αστρολογία(850) Terms
- Industrial lubricants(657)
- Cranes(413)
- Laser equipment(243)
- Conveyors(185)
- Lathe(62)
- Welding equipment(52)