Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > desertor
desertor
Una persona que se ha retirado de todos los cursos. Persona que abandona la escuela por completo se conoce como 'desertor'.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Higher education
- Company: Common Data Set
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
roozaarkaa
0
Όροι
16
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί
Haunted Places Around The World
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 65 10 Όροι
Browers Terms By Category
- Characters(952)
- Fighting games(83)
- Shmups(77)
- General gaming(72)
- MMO(70)
- Rhythm games(62)
Video games(1405) Terms
- Chocolate(453)
- Hard candy(22)
- Gum(14)
- Gummies(9)
- Lollies(8)
- Caramels(6)
Γλυκά και Ζαχαροπλαστική(525) Terms
- Gardening(1753)
- Outdoor decorations(23)
- Patio & lawn(6)
- Gardening devices(6)
- BBQ(1)
- Gardening supplies(1)
Κηπουρική(1790) Terms
- Zoological terms(611)
- Animal verbs(25)
Zoology(636) Terms
- Ρολόι(712)
- Ημερολόγιο(26)