Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > filtro

filtro

A device whose primary function is the retention by a porous media of insoluble contaminants from a fluid.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: Animal feed
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marco Bustamante
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Video games Category: Rhythm games

Guitar Hero

Guitar Hero es una serie de juegos donde al jugador se le asigan imitar las notas de la canción que se está tocando. Utiliza grandes controles ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The strangest diseases

Κατηγορία: Health   1 23 Όροι

English Grammar Terms

Κατηγορία: Languages   1 17 Όροι