Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > mero

mero

A delicate flesh fish, found in ocean waters. It’s best poached, sautéed or fried.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Seafood
  • Category: General seafood
  • Company: Red Lobster
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category:

deipnosofista

Una persona que es maestro de la conversación en la mesa, durante la cena.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Bicycles

Κατηγορία: Objects   1 5 Όροι

Music that Influenced Nations

Κατηγορία: Arts   1 7 Όροι