Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > mero
mero
A delicate flesh fish, found in ocean waters. It’s best poached, sautéed or fried.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Seafood
- Category: General seafood
- Company: Red Lobster
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category:
deipnosofista
Una persona que es maestro de la conversación en la mesa, durante la cena.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Architecture(556)
- Interior design(194)
- Graphic design(194)
- Landscape design(94)
- Industrial design(20)
- Application design(17)
Design(1075) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Contracts(640)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- Legal(214)
- US law(77)
- European law(75)
Νομική(7373) Terms
- General seafood(50)
- Shellfish(1)
Seafood(51) Terms
- Νέα(147)
- Radio & TV broadcasting equipment(126)
- TV equipment(9)
- Set top box(6)
- Radios & accessories(5)
- TV antenna(1)