Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > anemia hemolítica
anemia hemolítica
Anemia due to decreased life span of erythrocytes.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: National holidays
Acción de Gracias
Fiesta anual celebrada en segundo Lunes de Octubre en Canadá y el cuarto Jueves de Noviembre en los Estados Unidos. El Día de Acción de Gracias ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Top 10 Bottled Waters
Κατηγορία: Εκπαίδευση 1 10 Όροι
Browers Terms By Category
- Ρολόι(712)
- Ημερολόγιο(26)
Χρονομετρία(738) Terms
- Biochemistry(4818)
- Molecular biology(4701)
- Microbiology(1476)
- Ecology(1425)
- Toxicology(1415)
- Cell biology(1236)
Biology(22133) Terms
- Home theatre system(386)
- Television(289)
- Amplifier(190)
- Digital camera(164)
- Digital photo frame(27)
- Radio(7)
Consumer electronics(1079) Terms
- Wine bottles(1)
- Soft drink bottles(1)
- Beer bottles(1)
Glass packaging(3) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)