Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > heredabilidad

heredabilidad

The degree of variation in a trait that is genetically transmissible from parent to offspring.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marco Bustamante
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Video games Category: Fighting games

cebo

Actuar de una manera diseñada para obtener una reacción específica de tu oponente. A medida que esperas esta reacción, serás capaz de contrarrestarla ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Music Genre

Κατηγορία: Εκπαίδευση   2 10 Όροι

Motorcycles

Κατηγορία: Σπορ   1 14 Όροι