Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > heredabilidad

heredabilidad

The degree of variation in a trait that is genetically transmissible from parent to offspring.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Photography Category: Professional photography

mesa de luz

box of fluorescent tubes balanced for white light and covered with translucent glass or plastic. Used for viewing, registering or correcting film ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Music Genre

Κατηγορία: Εκπαίδευση   2 10 Όροι

Motorcycles

Κατηγορία: Σπορ   1 14 Όροι

Browers Terms By Category