Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > hipocampo
hipocampo
Ventral part of the diencephalon extending from the region of the optic chiasm to the caudal border of the mammillary bodies and forming the inferior and lateral walls of the third ventricle.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Αρχαιολογία Category: Evolution
deriva genética
Changes in the frequencies of alleles in a population that occur by chance, rather than because of natural selection.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Legal documentation(5)
- Technical publications(1)
- Marketing documentation(1)
Documentation(7) Terms
- Digital Signal Processors (DSP)(1099)
- Test equipment(1007)
- Semiconductor quality(321)
- Silicon wafer(101)
- Components, parts & accessories(10)
- Process equipment(6)
Semiconductors(2548) Terms
- Διαλέξεις(3667)
- Οργάνωση Εορτών(177)
- Έκθεση(1)
Συνέλευση(3845) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)