Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > hipocampo

hipocampo

Ventral part of the diencephalon extending from the region of the optic chiasm to the caudal border of the mammillary bodies and forming the inferior and lateral walls of the third ventricle.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αρχαιολογία Category: Evolution

deriva genética

Changes in the frequencies of alleles in a population that occur by chance, rather than because of natural selection.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Práctica 6. Tech

Κατηγορία: Business   1 10 Όροι

ROAD TO AVONLEA SERIES

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 21 Όροι