Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > hidrogenado

hidrogenado

This is a fat that has been chemically altered from a liquid (oil) to a solid fat. Margarines, for example, are hydrogenated fats, and contain trans fatty acids. Over consumption of these can raise cholesterol in the blood even though the original fats were vegetable oils, which as unsaturated fats, do not raise cholesterol. (See Fat).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Fitness
  • Category: Diet
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category: Human body

cerebelo

La porción del cerebro en la parte posterior de la cabeza, entre el cerebro y el tronco cefálico.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Indian Super League (ISL)

Κατηγορία: Σπορ   1 3 Όροι

The world of travel

Κατηγορία: Other   1 6 Όροι