Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > in vitro
in vitro
Proceso que se lleva a cabo en el laboratorio (por ejemplo, cultivos de células).
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary: Stem cell terms
- Κλάδος/Τομέας: Medical
- Category: Stem cell research
- Company: KUMC
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Herbs & spices
pimienta de cayena
spice (ground) Description: Powdered seasoning made from a variety of tropical chiles, including red cayenne peppers. It is very hot and spicy, so use ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
tula.ndex
0
Όροι
51
Γλωσσάρια
11
Οπαδοί
Popular Hair Styles for Black Women
Κατηγορία: Μόδα 1 9 Όροι
Browers Terms By Category
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- Home theatre system(386)
- Television(289)
- Amplifier(190)
- Digital camera(164)
- Digital photo frame(27)
- Radio(7)
Consumer electronics(1079) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)
Μπαρ & νυχτερινά κέντρα(63) Terms
- Cultural anthropology(1621)
- Physical anthropology(599)
- Mythology(231)
- Applied anthropology(11)
- Αρχαιολογία(6)
- Ethnology(2)
Anthropology(2472) Terms
- Hats & caps(21)
- Scarves(8)
- Gloves & mittens(8)
- Hair accessories(6)