Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > circuitos integrados (IC)
circuitos integrados (IC)
1) Un dispositivo de estado sólido que incluye combinaciones de elementos del circuito (resistencias, condensadores, transistores) que se fabrican en o dentro de un mismo sustrato continuo (con soporte para el circuito de semiconductores) .2) En contraste con circuitos discretos
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Αυτόματες συσκευές
- Category: Βιομηχανική αυτοματοποίησης
- Company: Rockwell Automation
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές Category: Laptops
ratón táctil
Un señalador de un equipo con un sensor, lo cual es una superficie especializada que puede convertir el movimiento y la posición de los dedos de un ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Hand tools(59)
- Garden tools(45)
- General tools(10)
- Construction tools(2)
- Paint brush(1)
Tools(117) Terms
- Yachting(31)
- Ship parts(4)
- Boat rentals(2)
- General sailing(1)
Sailing(38) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)
Επιστημονικό υλικό(3330) Terms
- Cables & wires(2)
- Fiber optic equipment(1)