Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > kéfir
kéfir
A sour brew of fermented milk with the consistency of liquid yogurt, which may contain 2 1/2 percent alcohol.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
anton.chausovskyy
0
Όροι
25
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί
The Biggest Lies in History
Κατηγορία: Ιστορία 1 5 Όροι
Browers Terms By Category
- Zoological terms(611)
- Animal verbs(25)
Zoology(636) Terms
- Characters(952)
- Fighting games(83)
- Shmups(77)
- General gaming(72)
- MMO(70)
- Rhythm games(62)
Video games(1405) Terms
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Air conditioners(327)
- Water heaters(114)
- Washing machines & dryers(69)
- Vacuum cleaners(64)
- Coffee makers(41)
- Cooking appliances(5)
Household appliances(624) Terms
- Misc restaurant(209)
- Culinary(115)
- Fine dining(63)
- Diners(23)
- Coffehouses(19)
- Cafeterias(12)