Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > laca
laca
Un barniz que se utiliza para recubrir una superficie de madera para obtener un acabado especialmente duro, brillante y duradero.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Musical equipment
- Category: Pianos
- Company: Steinway
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Chemistry Category: General chemistry
fuerza
Entidad que se aplica cuando una masa la causa para acelerar. La Segunda Ley de Movimiento de Sir Isaac Newton establece: la magnitud de una ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Κοσμήματα(850)
- Style, cut & fit(291)
- Μάρκες & ετικέτες(85)
- Γενική μόδα(45)
Μόδα(1271) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- General boating(783)
- Sailboat(137)
- Yacht(26)
Boat(946) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)
Επιστημονικό υλικό(3330) Terms
- Advertising(244)
- Event(2)