Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > laca

laca

Un barniz que se utiliza para recubrir una superficie de madera para obtener un acabado especialmente duro, brillante y duradero.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Musical equipment
  • Category: Pianos
  • Company: Steinway
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Francisca Bittner
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Chemistry Category: General chemistry

fuerza

Entidad que se aplica cuando una masa la causa para acelerar. La Segunda Ley de Movimiento de Sir Isaac Newton establece: la magnitud de una ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Study English

Κατηγορία: Arts   1 13 Όροι

Types Of Cancer

Κατηγορία: Health   2 15 Όροι