Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > laringe

laringe

The larynx (plural larynges), commonly called the voice box, is an organ in the neck of mammals involved in protecting the trachea and sound production. It manipulates pitch and volume. The larynx houses the vocal folds,

which are an essential component of phonation.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: Medical 1
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Anatomy
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ψυχαγωγία Category: Μουσική

Adam Young

Un músico estadounidense que fundó la banda Owl City a través de MySpace. Firmó con la casa disquera Universal Republic en 2009. Antes de firmar ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The world of travel

Κατηγορία: Other   1 6 Όροι

Indonesia Top Cities

Κατηγορία: Travel   2 10 Όροι