Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > laringe

laringe

The larynx (plural larynges), commonly called the voice box, is an organ in the neck of mammals involved in protecting the trachea and sound production. It manipulates pitch and volume. The larynx houses the vocal folds,

which are an essential component of phonation.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: Medical 1
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Anatomy
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Violeta Gil
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 9

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Μόδα Category: Μάρκες & ετικέτες

Victoria's Secret

A US retailer of premium quality women's fashion wear, lingerie and beauty products. Victoria's Secret is known for its annual fashion runway show, ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

High Level CPS

Κατηγορία: Μηχανική   1 1 Όροι

Causes of Inflation

Κατηγορία: Business   2 3 Όροι