Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > mulch

mulch

A natural or artificial layer of plant residue or other material on the soil surface. Mulch reduces erosion, conserves soil moisture, inhibits weed growth, and can provide the soil with organic matter as it breaks down. Mulch till prepares the soil so as to leave plant residues (or other mulching materials) on or near the surface.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Aranae
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Weather Category: Seasons

invierno

La estación con temperaturas más frías del año, entre el otoño y la primavera. Desde el solsticio de invierno los días se hacen más cortos y las ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The 11 Best New Games For The PS4

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 11 Όροι

photography terms

Κατηγορία: Arts   1 1 Όροι