Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > mulch
mulch
A natural or artificial layer of plant residue or other material on the soil surface. Mulch reduces erosion, conserves soil moisture, inhibits weed growth, and can provide the soil with organic matter as it breaks down. Mulch till prepares the soil so as to leave plant residues (or other mulching materials) on or near the surface.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: Agricultural programs & laws
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Festival del Bote Dragón
Celebrado en China, así como en otros países del Sureste de Asia, el Festival del Bote Dragón es el quinto day del quinto mes del calendario lunar. En ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
The 11 Best New Games For The PS4
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 1 11 Όροι
Browers Terms By Category
- Γενική νομική(5868)
- Contracts(640)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- Legal(214)
- US law(77)
- European law(75)
Νομική(7373) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Μυθιστόρημα(910)
- General literature(746)
- Poetry(598)
- Chilldren's literature(212)
- Bestsellers(135)
- Διηγήματα(127)
Λογοτεχνία(3109) Terms
- General Finance(7677)
- Funds(1299)
- Commodity exchange(874)
- Private equity(515)
- Accountancy(421)
- Real estate investment(192)