Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > parques nacionales

parques nacionales

An area of land and/or sea usually owned and administered by a national government and is protected from human exploitation and development. The area is intended to provide environmentally and culturally sensitive scientific, educational and recreational opportunities.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Apparel Category: Coats & jackets

traje Mao

Simple blue jacket with buttons down the middle and several front pockets. The Mao suit was actually originally worn by Sun Yatsen, but became ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The art economy

Κατηγορία: Arts   1 7 Όροι

Greek Mythology

Κατηγορία: Ιστορία   1 20 Όροι