Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > parques nacionales

parques nacionales

An area of land and/or sea usually owned and administered by a national government and is protected from human exploitation and development. The area is intended to provide environmentally and culturally sensitive scientific, educational and recreational opportunities.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Hansi Rojas
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: TV shows Category: Comedy

Cómo Conocí a su Madre

Cómo Conocí a su Madre es una comedia estadounidense que se estrenó en el 2005. Ambientada en Manhattan, Ciudad de Nueva York, la serie sigue las ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The art economy

Κατηγορία: Arts   1 7 Όροι

Greek Mythology

Κατηγορία: Ιστορία   1 20 Όροι