Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > nodo

nodo

The point on a stem from where new stem or leaves grow.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Ecology
  • Company: Terrapsych.com
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Violeta Gil
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 9

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Restaurants Category: Fast food ₁

cajita feliz

Happy Meals are meals from McDonald's marketed at children. They first entered the market in 1979. Happy Meals usually consist of a choice of a ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Tesla Model S

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 5 Όροι

Greatest WWE wrestlers

Κατηγορία: Σπορ   3 10 Όροι