Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > patio

patio

Patio is a Spanish word for an arcaded or colonaded courtyard. It is now applied to any small paved area in a garden.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Κηπουρική
  • Category: Gardening
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Violeta Gil
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 9

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Αθλητές

Floyd Mayweather

Born Floyd Sinclair on February 24, 1977, an American professional boxer. He is a five-division world champion, where he won nine world titles in five ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Ukrainian judicial system

Κατηγορία: Νομική   1 21 Όροι

Automotive Dictionary

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 1 Όροι