Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > pentagastrina

pentagastrina

A synthetic polypeptide that has effects like gastrin when given parenterally. It stimulates the secretion of gastric acid, pepsin, and intrinsic factor, and has been used as a diagnostic aid.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Festivals

Año Nuevo Chino

El feriado chino tradicional más importante, el Año nuevo chino representa el inicio oficial de la primavera, empezando en el primer día del primer ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Strange Landscapes

Κατηγορία: Travel   1 3 Όροι

Amazing Feats

Κατηγορία: Κουλτούρα   1 9 Όροι