Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > sector privado

sector privado

That distinct portion of the institutional, industrial, or economic structure of a country that is controlled or owned by non-governmental, private interests.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marco Bustamante
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Video games Category: General gaming

Exposición de Entretenimiento Electrónico (E3)

Una conferencia anual que se celebra cada mes de junio en Los Angeles, en la que los desarrolladores de videojuegos anuncian y muestran sus futuros ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Notorious Gangs

Κατηγορία: Other   2 9 Όροι

Tasting Brazil

Κατηγορία: Food   1 1 Όροι