Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > propriocepción

propriocepción

The mechanism involved in the self-regulation of posture and movement through stimuli originating in the receptors.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Tsveta Velikova
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: International dishes

asopao

Asopao is very popular in Puerto Rico, Venezuela and in the Dominican Republic where it's mostly enjoyed on rainy days or to feed large groups. This ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Christian Miracles

Κατηγορία: Θρησκεία   1 20 Όροι

Super Bowl XLIX

Κατηγορία: Σπορ   3 6 Όροι