Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > raquitismo

raquitismo

A condition caused by deficiency of vitamin D, especially in infancy and childhood, with disturbance of normal ossification.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

quechua

El quechua es un idioma indígena que se habla en los Andes, una región montañosa en América del Sur que abarca Perú. El imperio incaico lo hablaba.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Mortal Instruments: City of Bones Movie

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 21 Όροι

Dota Characters

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 9 Όροι