Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > ruptura

ruptura

Agujero o ruptura en la cubierta del implante que permite la pérdida del material de relleno de la cáscara.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Ομορφιά
  • Category: Breast implant
  • Company: U.S. FDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

José Lobos
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Terminology management

Mi Glosario

Mi Glosario permite a traductores autónomos, redactores técnicos y gestores de contenido almacenar, traducir y compartir glosarios personales en ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Dark Princess - Without You

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 10 Όροι

Investment Analysis

Κατηγορία: Business   2 9 Όροι