Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > seminario
seminario
Una clase pequeña de alumnos generalmente avanzados que se reúnen con un profesor para discutir temas especializados.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Higher education
- Company: Common Data Set
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
dieta de los 17 días
The 17 Day Diet is a diet created by Mike Moreno, a family medicine doctor based in San Diego, CA, USA. The book, titled after the same name as the ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Screening Out Loud
0
Όροι
4
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Screening Out Loud: ENG 195 Film
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 1 18 Όροι
Browers Terms By Category
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- Human evolution(1831)
- Evolution(562)
- General archaeology(328)
- Archaeology tools(11)
- Προϊόντα Τέχνης(8)
- Dig sites(4)
Αρχαιολογία(2749) Terms
- Επενδύσεις σε Τράπεζες(1768)
- Personal banking(1136)
- General banking(390)
- Mergers & acquisitions(316)
- Mortgage(171)
- Initial public offering(137)
Τραπεζική(4013) Terms
- Marketing communications(549)
- Online advertising(216)
- Billboard advertising(152)
- Television advertising(72)
- Radio advertising(57)
- New media advertising(40)