Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > rascacielos

rascacielos

A multi-storied building constructed on steel skeleton, combining extraordinary height with ordinary rooms such as would be found in low buildings, the term originated in the United States in the later 1880s after buildings in New York reached ten stories.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Construction; Design
  • Category: Architecture
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Musicians

Bob Dylan

Cantautor y poeta estadounidense, famoso desde los años 60 cuando se combirtió un una figura del descontento cambión a través de sis canciones ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Web search engine

Κατηγορία: Business   2 10 Όροι

Care for Natural Black Hair

Κατηγορία: Arts   1 7 Όροι