Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > rascacielos

rascacielos

A multi-storied building constructed on steel skeleton, combining extraordinary height with ordinary rooms such as would be found in low buildings, the term originated in the United States in the later 1880s after buildings in New York reached ten stories.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Construction; Design
  • Category: Architecture
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Festivals

Día de los Inocentes

Celebrada en el 1 de abril de cada año, el Día de los inocentes es un tiempo cuando la gente, y negocios cada vez más, juegan todo tipo de bromas ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Moves to strengthen or dismantle climate change policy

Κατηγορία: Politics   1 1 Όροι

Food poisoning

Κατηγορία: Health   2 6 Όροι