Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > rascacielos

rascacielos

A multi-storied building constructed on steel skeleton, combining extraordinary height with ordinary rooms such as would be found in low buildings, the term originated in the United States in the later 1880s after buildings in New York reached ten stories.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Construction; Design
  • Category: Architecture
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Brenda Galván
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Weddings Category: Wedding services

boda fría

Una boda cuyas ceremonias se llevan a cabo a frías temperaturas. Las bodas frías regularmente simbolizan el amor verdadero. Una pareja rusa ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Tropico 4

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 1 Όροι

Twilight Saga Characters

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 11 Όροι